-
1 κύριος
κύριος [ῡ], α, ον, also ος, ον A.Supp. 732, E.Heracl. 143, Arist.Pol. 1306b20:—Thess. [full] κῦρρος IG9(2).517.20 (Larissa, iii B.C.): ([etym.] κῦρος) (not in Hom.):I of persons, having power or authority over, c. gen.,Ζεὺς ὁ πάντων κ. Pi.I.5(4).53
, cf. P.2.58;ἐμῶν τε καὶ σῶν κ. πιστωμάτων A.Ag. 878
; πρὶν ἄν σε κ. στήσω τέκνων put thee in possession of.., S.OC 1041;κύριοι πολιτείας Antipho 3.1.1
;κ. καταλύσεως Th.4.20
;εἰρήνης καὶ πολέμου X.HG2.2.18
; -ώτατοι τοῦ ἱεροῦ Th.5.53
(but ὁ -ώτατος θεὸς τοῦ ἱεροῦ, of the god to whom a temple is dedicated, OGI90.39 (Rosetta, ii B.C.));τῶν αὑτοὺ κ. Pl.Lg. 929d
, cf. Isoc. 19.34, etc.; θανάτου κ. τινός with power of life and death over, Pl. Criti. 120d;κ. περί τινος Arist.Pol. 1286a24
.2 κύριός εἰμι c. inf., I have authority to do, am entitled to do, A.Ag. 104 (lyr.); οὗτος κ. ὁρκωμοτεῖν (prob. for -ῶν) E.Supp. 1189;κ. ἀπολέσαι, σῶσαι δ' ἄκυροι And.4.9
, cf. Th.5.63, 8.5; - ώτεροι δοῦναι better able to give, Id.4.18;οὐ.. κ. οὔτε ἀνελέσθαι πόλεμον οὔτε καταλῦσαι X.An.5.7.27
;δοῦλοι κ. μαστιγοῦν τοὺς ἐλευθέρους Ephor.29
J.;αἱ ἀρχαὶ κ. κρίνειν Arist. Pol. 1287b16
; also κ. τοῦ μὴ μεθυσθῆναι having power not to.., Id.EN 1113b32: c. acc. et inf.,κ. εἶναι ἢ τοίαν εἶναι [πόλιν] ἢ τοίαν Pl.R. 429b
.3 folld. by a dependent clause,κ. γενέσθαι, ὅντινα δεῖ καταστήσασθαι Is.6.4
.4 c. part., ;κ. ἦν πράσσων ταῦτα Id.8.51
, cf. Plb.6.37.8, 18.37.10;κύριοι ἐόντω συλέοντες Schwyzer 337.13
(Delph.).5 abs., having authority, supreme, τί τῶνδε κυριωτέρους μένεις; A.Supp. 965; -ώτερος σέθεν E.Ba. 505
; ὁ πατὴρ μέχρι τούτου κ. [ἐστι] Arist.Rh. 1402a1; τὸ κ. the sovereign power in a state, Id.Pol. 1281a11, cf. Pl.R. 565a, etc.; τὰ κ. the supreme authorities, D.19.259, Arist.Rh. 1365b27;τὰ τῆσδε τῆς γῆς κ. S.OC 915
; at Athens, κ. ἐκκλησία a sovereign or principal assembly, Ar.Ach.19, Arist.Ath.43.4, IG12.42.22, al., 22.493.8, etc.; ἀγορὰ κ. ib.1298.7.II of things, ὁ τῆς ὥρας τῆς καταρχῆς κ. [ἀστήρ] Serapio in Cat.Cod.Astr.1.99: but usu. abs., authoritative, decisive,δίκαι E.Heracl.
l.c., And.1.88, Pl.Cri. 50b; μῦθος -ώτερος of more authority, E.IA 318 (troch.); -ωτάτη τῶν ἐπιστημῶν [ἡ πολιτική] Arist.Pol. 1282b15;αἱ -ώτεραι ἀρχαί Id.Cael. 285a26
, cf. Metaph. 997a12; [ἡ φρόνησις] τῆς σοφίας κυριωτέρα Id.EN 1143b34
; -ωτέρα ἡ καθόλου [ἀπόδειξις] Id.APo. 86a23;τάραχος ὁ -ώτατος Epicur.Ep.1p.30U.
; of sovereign remedies, -ωτάτη τῶν καθάρσεων Pl.Sph. 230d
; -ωτάτη κένωσις Gal.1.299
; important, principal, κ. δόξαι, of certain doctrines of Epicurus, Phld.Ir.p.86 W.;τὰ -ώτατα μέρη τῆς φύσεως Epicur.Sent.9
; -ώτερα μέρη τοῦ σώματος Philostr.Gym.50
; τὰ -ώτατα the principal organs, Gal.1.385 (but, the most important matters, Epicur.Sent.16);τὸ -ώτατον τῆς Ἐφέσου Philostr.VS1.22.4
: Gramm., κ. τόνος principal accent, D.T.Supp. 674.32.2 opp. ἄκυρος, valid, νόμος, δόγματα, D.24.1, Pl.Lg. 926d; κ. ποιεῖν [τὴν γνῶσιν], opp. ἄκυρον π., D.21.92, cf. 39.15;τὰς συνθήκας κυρίας ποιεῖν Lys.18.15
;ἡ συγγραφὴ ἥδε κ. ἔστω PEleph. 1.14
(iv B.C.); ἔστω τὰ κριθέντα κ. Lexap.D.21.94; soτὰς τῶν ἄλλων δόξας κ. ποιεῖν Pl.Tht. 179b
.3 of times, etc., ordained, appointed,ἡ κυρίη ἡμέρη Hdt.5.50
, cf. 93 (pl.);ἡ κ. τῶν ἡμερέων Id.1.48
, 6.129;κ. ἐν ἡμέρᾳ A.Supp. 732
;τόδε κ. ἦμαρ E.Alc. 105
(lyr.), etc.; κ. μήν, of a woman with child, i.e. the ninth month, Pi.O.6.32; ὅταν τὸ κ. μόλῃ φάος (prob.) the appointed time, A.Ag. 766 (lyr.);κ. μένει τέλος Id.Eu. 544
(lyr.); ἡ κ. [ἡμέρα] D.21.84, cf. Test.ib.93; but αἱ κ. [ἡμεραι], = κριτικαί, Hp.Aff.9.4 legitimate, lawful,ὕπνος πόνος τε, κ. ξυνωμόται A.Eu. 127
, cf. 327; κύρι' ἔχοντες having lawful power, ib. 960 (lyr.).5 ἡ κ. ἀρετή goodness proper, real goodness, Arist.EN 1144b4; [φλοιὸς] ὁ κ. Thphr.HP4.15.1
; Rhet. and Gramm., κ. ὄνομα the real or actual, hence current, ordinary, name of a thing, opp. μεταφορά, γλῶττα, Arist.Rh. 1404b6, 1410b12, Po. 1457b3, cf. D.H. Comp.21, D.L.10.13, etc.; σπάνει κυρίου ὀνόματος for lack of a current term, D.H.Comp.24; - ώτατα ὀνόματα most ordinary terms, ib.3 (hence also κ. ὄνομα proper, personal name, Plb.6.46.10, A.D.Pron. 10.11, al., Hdn.7.5.8; ὄνομα alone in this sense, Diog.Bab.Stoic.3.213); κ. [λέξεις] Phld.Rh.1.181 S.; κατὰ τὸν κ. τρόπον, opp. καταχρωμένη, ib.1.59 S.B Subst. [full] κύριος, ὁ, lord, master,τοῖσι κ. δωμάτων A.Ch. 658
, cf. 689, S.Aj. 734, etc.; ὁ κ. alone, head of a family, master of a house (cf. Sch.Ar.Eq. 965), Antipho 2.4.7, Ar.Pl.6, Arist.Pol. 1269b10;τοὺς κ. τῶν οἰκιῶν PTeb.5.147
(ii B.C.); also, guardian of a woman, Is.6.32, PGrenf.2.15 i 13 (ii B.C.), etc.: generally, guardian, trustee, Is. 2.10, D.43.15, 46.19, Men.Epit.89, etc.b later κύριε, as a form of respectful address, sir, Ev.Jo.12.21, 20.15, Act.Ap.16.30 (pl.), PFay. 106.15 (ii A.D.), etc.2 fem. κυρία, ἡ, mistress, lady of the house, Philem.223, LXXIs.24.2, etc.;κ. τῆς οἰκίας Men.403
: in voc., madam, D.C.48.44; applied to women from fourteen years upwards, Epict. Ench.40. (In later Gr. freq. written [full] κύρα, PGrenf.1.61.4 (vi A.D.), etc.)3 of gods, esp. in the East,Σεκνεβτῦνις ὁ κ. θεός PTeb.284.6
(i B.C.);Κρόνος κ. CIG4521
(Abila, i A.D.);Ζεὺς κ. Supp.Epigr.2.830
(Damascus, iii A.D.);κ. Σάραπις POxy.110.2
(ii A.D);ἡ κ. Ἄρτεμις IG 4.1124
(Tibur, ii A.D.); of deified rulers,τοῦ κ. βασιλέος θεοῦ OGI86.8
(Egypt, i B.C.); οἱ κ. θεοὶ μέγιστοι, of Ptolemy XIV and Cleopatra, Berl.Sitzb.1902.1096: hence, of rulers in general,βασιλεὺς Ἡρώδης κ. OGI415
(Judaea, i B.C.); of Roman Emperors, BGU1200.11 ([place name] Augustus), POxy. 37 i 6 ([place name] Claudius), etc.
См. также в других словарях:
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ντελάγουερ — I (Delaware). Πολιτεία (5.295 τ. χλμ., 796.165 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ του νοτίου Ατλαντικού· Πρωτεύουσα της πολιτείας είναι το Ντόβερ. βρέχεται στα Α από τον Ατλαντικό ωκεανό (κόλπος Ντελάγουερ) και συνορεύει στα Β με την Πενσιλβάνια, στα Δ και… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Νεμπράσκα — (Nebraska). Ομόσπονδη Πολιτεία (200.350 τ. χλμ., 1.713.235 κάτ. το 2001) των κεντρικών βορειοδτικών ΗΠΑ που συνορεύει με τη Νότια Ντακότα στα Β, την Αιόβα στα Α, το Μισούρι στα ΝΑ, το Κάνσας στα Ν, το Κολοράντο στα ΝΔ και το Γουαϊόμινγκ στα Δ.… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
πρωτεύω — ΝΜΑ [πρῶτος] 1. καταλαμβάνω ή κατέχω την πρώτη θέση, σειρά ή βαθμό, έχω ή παίρνω τα πρωτεία, είμαι πρώτος (α. «πρωτεύων ρόλος» β. «πρώτευσε στους διαγωνισμούς» γ. «πρωτεύειν καρτερίᾳ», Ξεν.) 2. είμαι ή αναδεικνύομαι ανώτερος, υπερτερώ, υπερβαίνω … Dictionary of Greek
Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… … Dictionary of Greek
Ιλινόις — (Illinois). Πολιτεία (145.933 τ. χλμ., 12.600.620 κάτ. το 2002) των ΗΠΑ, στο κεντροανατολικό τμήμα τους, στο λεκανοπέδιο του Μισισιπή. Πρωτεύουσα είναι η πόλη Σπρίνγκφιλντ (Springfield, 152.000 κάτ. το 2000). Συνορεύει Α με την Ιντιάνα, Ν με το… … Dictionary of Greek